Λουδοβίκος Ναπολέων

Λουδοβίκος Ναπολέων
(Louis Napoleon, Αιάκειο, Κορσική 1778 – 1846). Βασιλιάς της Ολλανδίας (1806-10). Τρίτος αδελφός του Μεγάλου Ναπολέοντα, φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Σαλόν και συνόδευσε τον αδελφό του στις εκστρατείες της Ιταλίας και της Αιγύπτου. Το 1802 παντρεύτηκε την Ορτανσία Μποαρνέ, κόρη της Ιωσηφίνας, με την οποία, όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του, υπήρξε δυστυχής, υποφέροντας από ζηλοτυπία. Το 1804 αναγορεύθηκε στρατηγός και έναν χρόνο αργότερα διοικητής του Παρισιού. Μετά την άνοδό του στον θρόνο της Ολλανδίας βρισκόταν σε συνεχείς προστριβές με τον Ναπολέοντα, αφού το βασικό μέλημά του ήταν τα ολλανδικά συμφέροντα, γεγονός που δυσχέραινε τις επιδιώξεις του αδελφού του. Το 1810 ο Ναπολέων προσάρτησε την Ολλανδία στο γαλλικό κράτος και ανάγκασε τον Λ.Ν. να εγκαταλείψει τη χώρα. Τότε, ο Λ.Ν. εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου έζησε ως υπήκοος του αδελφού του, μέχρι την πρώτη εκθρόνιση του Ναπολέοντα (1814), οπότε εκείνος και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Η διαμονή του στη Φλωρεντία σηματοδότησε και την έναρξη της ενασχόλησής του με τη συγγραφή. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ανομοιοκατάληκτους στίχους, μία όπερα, μια τραγωδία και μια κωμωδία. Το 1820 εξέδωσε το έργο Ιστορία του αγγλικού Κοινοβουλίου έως το έτος 7 και το επίσης ιστορικό σύγγραμμα Ιστορικά ντοκουμέντα και διαπιστώσεις για την κυβέρνηση της Ολλανδίας (3 τόμοι). Άλλα έργα του είναι μια ποιητική συλλογή (1828-29), η Απάντηση στον Γουόλτερ Σκοτ και η Ιστορία του Ναπολέοντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ναπολέων Γ’ — (Napoleon III, Παρίσι 1808 – Τσίσλεχερστ, Αγγλία 1873). Αυτοκράτορας των Γάλλων. Το όνομά του ήταν Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, γιος του βασιλιά της Ολλανδίας Λουδοβίκου, αδελφού του Ναπολέοντα A’, και της Ορτάνς ντε Μποαρνέ. Μετά την πτώση… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ …   Dictionary of Greek

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μποαρνέ — (Beauharnais). Οικογένεια Γάλλων ευγενών από την Ορλεάνη· ο κλάδος που εγκαταστάθηκε στη Μαρτινίκα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. 1. Αλεξάντρ (Μαρτινίκα 1760 – Παρίσι 1794). Παντρεύτηκε το 1779 τη Μαρί Ζοζέφ Ροζ Τασέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”